Σάββατο 6 Δεκεμβρίου 2014

Η ψυχανάλυση του Σ.Θεοδωράκη από τον φιλόσοφο Σ.Ράμφο


    Πραγματικά είναι πολύ δύσκολο να σχολιάσει κανείς τα φιλοσοφικά αριστουργήματα του φιλόσοφου Σ.Ράμφου, αφού σε κάθε πρόταση του θα βρει : ασυνταξίες, λέξεις δικής του επινόησης, αντιφάσεις, νεολογισμούς και ιδέες που ισχύουν ή που δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα.
     Η τακτική μου να παραθέτω την πρόταση του και να την σχολιάζω μετά, δυστυχώς, θα με οδηγήσει να γράφω κάθε φορά ένα ολόκληρο βιβλίο, για να κάνω φανερό πόσο ο λόγος του είναι α-νόητος, ακατάληπτος, αόριστος, ασαφής και γεμάτος μπερδεμένα μεταξύ τους θέματα. Γιαυτό και θα κάνω μια όσο γίνεται πιο αυστηρή επιλογή και θα την σχολιάσω κατευθείαν, για να μην κουράζεστε να διαβάζετε. 
Αρχικά, θα πρέπει να αναφέρω πως η πρώτη του πρόταση ήταν αφιερωμένη στην κυβέρνηση για την οποία είπε πως πρέπει να εξαντλήσει την 4ετία και πως δεν μπορεί να μην αναφέρει πως αυτοί οι άνθρωποι σηκώνουν ένα πολύ μεγάλο βάρος. Μια πρόταση πολιτικού περιεχομένου, μέσα σε έναν λόγο που κυκλοφόρησε πως θα είναι η «ψυχανάλυση» του Σ. Θεοδωράκη. Όταν ο φιλόσοφος ξεκινάει με την υποστήριξη μιας πολιτικής θέσης, αντιλαμβάνεστε τι θα ακολουθήσει.
Παρόλο που θέλει να πιστεύει πως έκανε ψυχανάλυση, εν τούτοις αναφερόμενος στην νοοτροπία, παρέλειψε να συμπεριλάβει σε αυτήν, τους σκοπούς που έχει ο άνθρωπος, αφού και αυτή ακόμη, είναι προϊόν των σκοπών αυτών. Γιαυτό και στάθηκε επιφανειακά στην παρακίνηση με βάση την νοοτροπία και δεν μπόρεσε να πάει πιο βαθειά στις έννοιες.
Αναφέρει την κρίση ως σύγκρουση ανάμεσα στο «πραγματικό» και στην «φαντασιακή επιθυμία», ενώ η κυρίαρχη αντίθεση είναι ανάμεσα στο παλιό και στο καινούργιο στην πορεία της εξέλιξης, στην ανανέωση της εξουσίας και της οικονομικής επιβολής της, στην ανακατανομή του πλούτου ανάμεσα στους πλούσιους και τους φτωχούς. 
Αντιπαραβάλει το συναίσθημα με την λογική, παρατηρώντας πως πότε είναι δυνατό το ένα και πότε το άλλο, αγνοώντας προφανώς (θέλει να κάνει και ψυχανάλυση τρομάρα του ..) πως η λογική δεν είναι παρά όργανο της ψυχής δηλαδή του συναισθήματος. Αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός πως ο άνθρωπος χρησιμοποιεί την λογική γιατί έτσι «αισθάνεται» πως είναι περισσότερο ασφαλής. Από την στιγμή που την χρησιμοποιεί για να «αισθανθεί», σημαίνει πως χρησιμοποιεί την λογική για συναισθηματικούς λόγους.
Ορίζει την φαντασίωση ως υπερβολή συναισθήματος, ενώ γνωρίζουμε πως είναι μια νοητική διαδικασία, που επιδιώκει την επίτευξη ενός ψυχολογικού στόχου. Δηλαδή, ο άνθρωπος όταν δεν μπορεί ή νομίζει πως δεν μπορεί να κάνει κάτι στην πραγματικότητα, φαντάζεται πως το κάνει, ακριβώς για να ικανοποιήσει τον ψυχολογικό στόχο της αίσθησης της ικανότητας, της επάρκειας και της αξίας. 
Για να μην ξεχνιόμαστε, επαναφέρει την άποψη του περί μνημονίου, υποστηρίζοντας πως αν δεν υπήρχε, δεν θα μπορούσαν να πληρωθούν οι μισθοί και οι συντάξεις, κινδυνολογώντας ασύστολα και συντασσόμενος με την κυβέρνηση που χρησιμοποιεί τον φόβο για να ποδηγετήσει τον λαό, κάτι που είναι πλήρως αποδεκτό και από τους κυβερνητικούς εταίρους που συνεχώς επισείουν τον κίνδυνο της «αποσταθεροποίησης». 

Αναφέρεται στο «κοινό καλό» εντυπωσιάζοντας ακόμη και τους πρωτοετείς φοιτητές της κοινωνιολογίας ή ακόμη και τους πρωτοετείς του δημοτικού σχολείου, όπου μαθαίναμε πως όταν βρέχει, ο γεωργός χαίρεται ενώ ο αγγειοπλάστης στεναχωριέται για προφανείς λόγους. Ισοπεδώνει τις κοινωνικές διαφορές και ανισότητες, βεβαίως δεν βλέπει οικονομικές τάξεις, αλλά δυστυχώς εθελοτυφλεί ακόμη και στις πιο σκανδαλώδεις διαφορές ανάμεσα στο «καλό» του πλούσιου και στο καλό του «άστεγου». 
Ορίζει το κράτος, ως τον πολιτικό εγγυητή της κοινωνικής συμβίωσης και διακυβέρνησης, ενώ ακόμη και ο πρωτοετής φοιτητής των πολιτικών επιστημών, γνωρίζει πως το κράτος είναι η οργανωμένη εξουσία και επιβολή της μια κοινωνικής ομάδας επάνω στην άλλη (αν θέλετε να καταργήστε την ταξική διαστρωμάτωση της κοινωνίας). 
Φαντάζεται πως μπορεί να διαχωριστεί το κράτος από την κοινωνία. Και όχι μόνον αυτό, αλλά μέσα σε έναν τέτοιο διαχωρισμό βλέπει τον «πολίτη» να μπορεί να διεκδικήσει τους προσωπικούς σκοπούς του και συγκεκριμένα, την ιστιοπλοΐα, την ορειβασία αντί να πηγαίνει την Κυριακή στην εκκλησία. Πώς καταφέρνει να βλέπει το κράτος ξεχωριστά από την κοινωνία που το παράγει και διατηρεί, αυτό είναι πραγματικά πολύ περίεργο. 
Επίσης αναφέρεται στο «δημόσιο συμφέρον» όπως ακριβώς αναφέρονται οι κάθε φορά κυβερνώντες, για να δικαιολογήσουν την εξουσία τους και την επιβολή τους επί εκείνου του τμήματος της κοινωνίας, που καταπιέζουν και το οποίο δικαίως επαναστατεί. Είναι μια άλλη ονομασία του «κοινού καλού», το ίδιο ισοπεδωτική, αντιεπιστημονική και βεβαίως καμία σχέση έχουσα με την ψυχανάλυση (είναι και Φροϋδικός μάλιστα ο φιλόσοφος!)
Επιχειρηματολογεί υπέρ της «ανταποδοτικότητας» κάθε οικονομικής ενέργειας, φέρνοντας ως παράδειγμα τον Καποδίστρια, επειδή τον σκότωσαν οι Μαυρομιχαλαίοι όταν ήθελε να τους βάζει φόρους για να λειτουργεί ένα σχολείο στην Λάρισα. Και το λέει με τέτοιον ενθουσιασμό που δεν αφήνει κανένα περιθώριο παρεξήγησης, για το πόσο διαφωνεί με την κοινωνική αντίληψη του κόστους που διατηρεί την κοινωνική συνοχή και δεν διαχωρίζει τους ανθρώπους καλλιεργώντας την αδιαφορία και τον ατομισμό. 
Επάνω στην προσπάθεια για την επαναφορά των μαρμάρων του Παρθενώνα, βάζει την αμφιβολία του κατά πόσο μπορούμε να τα διεκδικήσουμε όταν καθημερινά περιφρονούμε την ίδια μας την γλώσσα! Προφανής τρικυμία εν κρανίω. 
Κάνει το εξαιρετικά επικίνδυνο φιλοσοφικό ατόπημα να προσωποποιεί έννοιες όπως παρόν, μέλλον, χρόνο κλπ, για να οδηγήσει την σκέψη του στους γνωστούς λαβύρινθους των νοημάτων, που δεν μπορεί να παρακολουθήσει κανείς. Θα ήταν εξαιρετικά χρήσιμο να ρωτούσε ένας δημοσιογράφος, οποιονδήποτε από τους ακροατές του στην εκδήλωση, αν κατάλαβε κάτι ή αν συγκράτησε κάποια χρήσιμη ιδέα ή έννοια που άκουσε. Ακόμη και με τον ίδιο τον Θεοδωράκη μπερδεύτηκε και βιάστηκε να τελειώσει. Μάλιστα ο τελευταίος τον εξέθεσε κιόλας δηλώνοντας μεταξύ αστείου και σοβαρού πως «δεν είχαν συμφωνήσει να μιλήσει ο φιλόσοφος για την εξάντληση της 4ετίας της συγκυβέρνησης» γεγονός που μαρτυρά πως είχαν από πριν συμφωνήσει σε ό,τι θα έλεγε! 
Τέλος, αποτελείωσε τους ακροατές του, με την ρήση πως «οι ιδεολογίες είναι προβολές επιθυμιών σε φαντασιώσεις στην πραγματικότητα», κάτι που ακόμη και ο πιο «δεξιός» (όχι πολιτικά, αλλά φιλοσοφικά) δεν θα διανοείτο να ξεστομίσει. Τέτοια κατάργηση και υποτίμηση και ακύρωση και εξευτελισμός των ιδεολογιών νομίζω πως δεν έχει υπάρξει. Πόσο φιλόσοφος μπορεί να είναι κανείς για να καταλάβει πως οι φιλοσοφίες δεν είναι του είδους που πρεσβεύει ο ίδιος αλλά αποτέλεσμα των κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών της κοινωνίας, στην διάρκεια της εξέλιξης της από το ένα στάδιο προς ένα άλλο. 
Την χαριστική βολή έδωσε στον ορισμό του καλού πολιτικού που τον ρώτησε μια ακροάτρια όταν με περισσή βιασύνη ανέκραξε πως είναι εκείνος που «αισθάνεται την ανάγκη του άλλου», χωρίς να ορίζει ποιος είναι ο άλλος, ποιες ανάγκες εννοεί και βεβαίως τι σημαίνει στην πράξη ότι τις «αισθάνεται». 
Άλλο ένα μνημείο ασάφειας, αοριστίας και πλήρους απουσίας βεβαίως κάθε είδους φιλοσοφίας, κατασκευάστηκες για να το απολαμβάνουν οι νεώτερες γεννεές και να βλέπουν πώς ΔΕΝ είναι η ψυχ-ανάλυση, για την οποία εκλήθη να κάνει και πως ΔΕΝ είναι η φιλο-σοφία, που ισχυρίζεται πως υπηρετεί. 
Περισσότερα στον προφορικό λόγου του … στην διεύθυνση :http://www.protagon.gr/?i=protagon.el.politiki&id=37379

Δεν υπάρχουν σχόλια: